πρεδνιζολόνη

πρεδνιζολόνη
η, Ν
(φαρμ.) κορτικοειδές παράγωγο τής υδροκορτιζόνης, από την οποία παρασκευάζεται με αφυδρογόνωση και έχει ισχυρότερη αντιφλεγμονώδη δράση από τη μητρική ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. prednisolone < prednisone + -ol + -one ((βλ. λ. πρεδνιζόνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οστεοπόρωση — (Ιατρ.). Λέπτυνση στα σηραγγώδη και φλοιώδη στρώματα του οστού, ως αποτέλεσμα μερικής απορρόφησής του. Η νόσος αυτή είναι αποτέλεσμα τοπικών ή συστηματικών μεταβολικών διαταραχών. Συχνά παρατηρείται στην οστεομυελίτιδα, στη νόσο του Ιτσένκο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”